- ψάχνομαι
- ψάχνομαι, ψάχτηκα, ψαγμένος βλ. πίν. 30——————Σημειώσεις:ψάχνομαι : κυρίως με την έννοια κάνω αυτοέρευνα, αυτοανάλυση.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ψάχνω — και διαλ. τ. ψάχω Ν 1. αναζητώ, γυρεύω κάποιον ή κάτι (α. «ψάχνω τον δάσκαλο» β. «ψάχνω το σπίτι του») 2. ερευνώ («έψαξαν όλο το σπίτι») 3. ψαχουλεύω («ψάχνω τις τσέπες μου για ψιλά») 4. μέσ. ψάχνομαι α) αναζητώ κάτι επάνω μου («μισή ώρα ψαχνόταν … Dictionary of Greek